- κατωτέρους
- κάτοςfollowingmasc acc comp plκατώτεροςlowermasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μανιχαϊσμός — Θρησκεία την οποία ίδρυσε και κήρυξε στην περσική αυτοκρατορία των Σασσανιδών ο Μάνης. Ο μ., ο οποίος υπέστη διωγμό στην Περσία, διαδόθηκε στην Άπω Ανατολή. Τον 7o αι. έφτασε στην Κίνα και τον 8o αι. έγινε επίσημη θρησκεία της τουρκικής… … Dictionary of Greek
άνωγα — ἄνωγα (πρκμ. επικ. με σημασία ενεστ.) (Α) 1. (για βασιλείς και άρχοντες) παραγγέλλω, διατάσσω 2. (μεταξύ ίσων και για κατώτερους) συμβουλεύω, παρακινώ, προτρέπω 3. φρ. «αὐτὸν θυμὸς ἀνώγει» η ψυχή του τον προτρέπει, τον αναγκάζει (Όμηρος). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek
αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… … Dictionary of Greek
δεσποτοφέρνω — (για κατώτερους κληρικούς) φέρομαι σαν δεσπότης, καμαρώνω σαν να ήμουν δεσπότης … Dictionary of Greek
διαγγελέας — ο 1. ο αγγελιαφόρος 2. αξιωματικός και υπαξιωματικός που μεταφέρει διαταγές ανωτέρων προς κατωτέρους ή αναφορές κατωτέρων προς ανωτέρους ή και οδηγίες τού διοικητή στρατιωτικής μονάδας προς τους υφισταμένους του βαθμοφόρους. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
ημιδιάμετρος — (Αστρον.). Η γωνία υπό την oποία φαίνεται η μισή διάμετρος ενός ουράνιου σώματος. Η η. εξαρτάται από την απόσταση και είναι μέγιστη για τους ανώτερους πλανήτες κατά την αντίθεση και για τους κατώτερους πλανήτες κατά την κατωτέρα σύνοδο. Η η.… … Dictionary of Greek
καστρήσιος — ο (AM καστρήσιος και καστρήνσιος και καστρί[ν]σιος) εκκλ. εκκλησιαστικό αξίωμα που δίνεται σε κατώτερους κληρικούς μσν. αρχ. 1. παιδί που γεννήθηκε σε στρατόπεδο, σε στρατώνα 2. ως επίθ. καστρήσιος, ον αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στρατόπεδο … Dictionary of Greek
καταδεκτικότητα — και καταδεχτικότητα, η η ύπαρξη μετριοφροσύνης και ανεκτικότητας στον χαρακτήρα, η ευγενική συμπεριφορά ακόμη και σε κατώτερους ή πιο αδύνατους. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταδεκτικός. Η λ., στον λόγιο τύπο καταδεκτικότης, μαρτυρείται από το 1889 στην… … Dictionary of Greek